- νυκτίπλανος
- νυκτῐ-πλᾰνος, ον,A roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτίπλανος — νυκτίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) πλάνος (< πλανῶμαι)] … Dictionary of Greek
νυκτιπλάνοις — νυκτίπλανος roaming by night masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοπλανής — και νυκτιπλανής, ές (Α) νυκτίπλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek